αποικεσία

αποικεσία
ἀποικεσία, η [αποικώ]
1. η απομάκρυνση από την πατρίδα
2. η μετοικεσία Βαβυλώνος (ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀποικεσίᾳ — ἀποικεσίᾱͅ , ἀποικεσία the Captivity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποικεσίας — ἀποικεσίᾱς , ἀποικεσία the Captivity fem acc pl ἀποικεσίᾱς , ἀποικεσία the Captivity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποικεσίαν — ἀποικεσίᾱν , ἀποικεσία the Captivity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποικεσιῶν — ἀποικεσία the Captivity fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποικεσίην — ἀποικεσία the Captivity fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՊԱՆԴԽՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0595 Chronological Sequence: 10c գ. ἁποικία, ἁποικεσία, μετοικεσία , παροίκησις, παροικία demigratio, peregrinatio, commoratio extra patriam. Պանդուխտն գոլ. պանդխտիլն. նժդեհութիւն. վտարանդութիւն. գաղթականութիւն. բնակութիւն յօտար երկրի.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”